- πετρώνω
- πετρῶ, -όω, ΝΜΑ [πέτρα]1. μεταμορφώνω, μεταβάλλω σε πέτρα («η Αγία Αναστασία πέτρωσε το καράβι τών κουρσάρων», Συναξ.)2. πήγνυμαι, στερεοποιούμαι (α. «πέτρωσε το νερό» β. «oἱ ὄγκοι... πήγνυνταί τε καὶ πετροῡνται», Δίων Κάσσ.)3. (για την ψυχή, την καρδιά, τα συναισθήματα) γίνομαι σκληρός σαν πέτρα (α. «πέτρωσε πια η καρδιά μου» β. «πεπετρωμένη ψυχή»)νεοελλ.δεν μπορώ να αντιδράσω από φόβο ή κατάπληξη («άμα τόν είδα, πέτρωσα»)μσν.-αρχ.λιθοβολώ, φονεύω με λιθοβολισμό («πετρουμένους θανεῑν»)αρχ.γεμίζω κάτι με πέτρες.
Dictionary of Greek. 2013.